ορφακίνης — ὀρφακίνης, ὁ (Α) μικρός σε ηλικία ορφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφώς / ὀρφός + κατάλ. ίνης, μέσω ενός αμάρτυρου ουσ. *ὄρφαξ (πρβλ. δελφακ ίνης: δέλφαξ)] … Dictionary of Greek
ορφανός — και αρφανός, ή, ό (ΑΜ ὀρφανός, ή, όν) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που στερήθηκε τον έναν ή και τους δύο γονείς του λόγω θανάτου 2. αυτός που έχασε πολύτιμο προστάτη ή φίλο 3. (γενικά) αυτός που στερείται κάποιου προσώπου ή έχει έλλειψη ενός… … Dictionary of Greek
ορφεύς — ὀρφεύς, έως, ὁ (Α) το ψάρι ορφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφώς / ὀρφός με λογοπαίγνιο στο όν. τού Ορφέως] … Dictionary of Greek
όρφιος — ὄρφιος, ία, ον (Α) [ορφός] 1. παρασκευασμένος από ορφό 2. το ουδ. ως ουσ. τo ὄρφιον μικρός ορφός … Dictionary of Greek
orfo — (Del lat. orphus < gr. orphos.) ► sustantivo masculino ZOOLOGÍA Pez marino similar al besugo, de color rubio, ojos grandes y dientes aserrados. * * * orfo (del lat. «orphus», del gr. «órphos») m. *Pez parecido al besugo. * * * orfo. (Del lat.… … Enciclopedia Universal
ορφίσκος — ὀρφίσκος, ὁ (Α) [ορφός] είδος θαλάσσιου ψαριού, η κίχλη … Dictionary of Greek
ορφοβότης — ὀρφοβότης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) επίτροπος ορφανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὀρφος (βλ. λ. ορφανός) + βότης (< βόσκω), πρβλ. ιππο βότης] … Dictionary of Greek
ροφός — (epinephehus guaza). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των σερρανιδών, της τάξης των περκόμορφων. Ο ρ., που είναι κοινός στη Μεσόγειο, αλλά κάνει την εμφάνισή του και σε εκτεταμένες παράκτιες ζώνες των τριών ωκεανών, ζει κυρίως στις ανωμαλίες του… … Dictionary of Greek
ροφός — ο το ψάρι ορφός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
orfo — (Del lat. orphus, y este del gr. ὄρφος). m. Pescado semejante al besugo, de color rubio, ojos grandes y dientes como de sierra … Diccionario de la lengua española